Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, η γαλοπούλα αποτελεί το βασικό έδεσμα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αν και είναι νόστιμο κρέας,
με ελάχιστα λιπαρά (εφόσον αφαιρούμε την πέτσα), πληθώρα θρεπτικών συστατικών (πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, σίδηρο, φώσφορο) και λίγες θερμίδες, οι περισσότεροι Έλληνες την καταναλώνουν – δυστυχώς – μόνο μια φορά το χρόνο.
Η υψηλής βιολογικής αξίας πρωτεΐνης είναι απαραίτητη στον οργανισμό, διότι αποτελεί δομικό συστατικό των μυών, των οργάνων και γενικότερα των ιστών στο σώμα. Η γαλοπούλα είναι, επίσης, πλούσια σε τρυπτοφάνη, αμινοξύ που συμβάλλει στην παραγωγή της σεροτονίνης, η οποία χαρίζει με τη σειρά της αισθήματα χαλάρωσης και ευφορίας στον οργανισμό.
Η Β2 είναι απαραίτητη στον οργανισμό, για την καλή λειτουργία των νευρώνων και γενικότερα του νευρικού συστήματος και για την παραγωγή ενέργειας, ενώ η Β12 συμμετέχει στο «χτίσιμο» των ιστών, στην οξυγόνωση και στην άμυνα του οργανισμού, καθώς και στη καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος.
Η βιταμίνη Β3 είναι απαραίτητη για την υγεία του δέρματος και του πεπτικού συστήματος, ενώ η Β6 είναι απαραίτητη για το μεταβολισμό των πρωτεϊνών, τη σύνθεση ερυθρών αιμοσφαιρίων και αντισωμάτων και συμμετέχει στη φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου, του νευρικού και του μυϊκού συστήματος.
Σχετικά με τα μέταλλα, ο φώσφορος είναι απαραίτητο συστατικό για τον οργανισμό, διότι συμμετέχει σε όλες σχεδόν τις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και είναι σημαντικός, κυρίως για την δομή των οστών και των δοντιών. Συμβάλλει, επίσης, στην καλή λειτουργία της καρδιάς, των νεφρών και του νευρικού συστήματος. Ο σίδηρος βοηθά στην μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς.
Όπως αναφέραμε, η γαλοπούλα είναι χαμηλής περιεκτικότητάς σε λίπος και περιέχει ελάχιστη χοληστερόλη και νάτριο, ενώ είναι πλούσια σε βιταμίνες και μέταλλα. Μπορεί να καταναλωθεί, τόσο από άτομα που προσπαθούν να μειώσουν το σωματικό τους βάρος, όσο και από άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα, δυσλιπιδαιμία και υπέρταση.
Μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο θα μαγειρέψουμε τη γαλοπούλα. Για το χριστουγεννιάτικο γεύμα τη συνηθίζουμε «γεμιστή».
Ψήστε τη σε σιγανή φωτιά και χαμηλή θερμοκρασία (στους 175 βαθμούς για 3 ½ με 5 ½ ώρες), για να διατηρηθεί το κρέας της ζουμερό. Αν θελήσετε να την κάνετε ακόμη πιο «λάιτ», αποφύγετε να την αλείψετε με βούτυρο ή λάδι, αφαιρέστε το δέρμα (πέτσα) και ψήστε την μέσα σε ειδική σακούλα ή αλουμινόχαρτο για να κρατήσει την υγρασία της και τους φυσικούς χυμούς της. Μια άλλη πρόταση θα ήταν να την βράσετε πριν την ψήσετε.
Για περισσότερη νοστιμιά, μπορείτε να την μαρινάρετε (συνήθως σε χυμό πορτοκάλι/ λεμόνι και διάφορα μυρωδικά της προτίμησης σας).
Η γέμιση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του χριστουγεννιάτικου γεύματος, δεν είναι ανάγκη να την αποφύγετε. Μπορείτε όμως να κάνετε μικρές διορθωτικές αλλαγές ώστε να μειώσετε το θερμιδικό της φορτίο. Αποφύγετε τον κιμά και τα αλλαντικά και προσθέστε ρύζι, ξερά φρούτα, λαχανικά, ψωμί, κάστανα, ξηρούς καρπούς και σταφίδες για να δώσετε γεύση και άρωμα.
Αν μαγειρευτεί σωστά, η γαλοπούλα, είναι μια καλή διατροφική επιλογή, για μικρούς και μεγάλους, διότι περιέχει παράλληλα απόλαυση και πλούσια θρεπτική αξία. Γίνεται γεμιστή, σκέτη ψητή, στην κατσαρόλα, σνίτσελ ψητό παναρισμένο με φρυγανιά και αυγό, μπιφτέκια- σουτζουκάκια- γιουβαρλάκια (από κιμά γαλοπούλας).
Πηγή: mednutrition